- προχειρίζεται
- προχειρίζωmakepres ind mp 3rd sgπροχειρίζωmakepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκουκουλισμός — ο (Μ ἀποκουκουλισμός) τελετή κατά την οποία αφαιρείται το «κουκούλιον» μοναχού που προχειρίζεται «εις μεγαλόσχημον» … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… … Dictionary of Greek
προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… … Dictionary of Greek
АРХИДИАКОН — [греч. ἀρχιδιάκονος, лат. archidiaconus главный диакон], высший сан, или титул, диаконской степени священнослужителей. До сер. IV в. слово «А.» не употреблялось (Amanieu. Col. 949), но функции А. были известны гораздо раньше. Так, чтобы… … Православная энциклопедия
АРХИМАНДРИТ — [греч. ἀρχιμανδρίτης от ἄρχων начальник, вождь, глава и μάνδρα овчарня, обозначает в данном случае общину монахов, овец Христовых, или мон рь], ранее настоятель, начальник мон ря, в наст. время в РПЦ и нек рых др. Церквах высший сан для… … Православная энциклопедия
ИМПЕРАТОР — [лат. imperator, от impero повелевать; в Византии со 2 го десятилетия VII в. в связи с отказом от латыни как офиц. языка имп. титул imperator заменяется греч. βασιλεύς; слав. «царь» от καῖσαρ], монарх, титул главы гос ва (империи). В Зап. Европе… … Православная энциклопедия